- κατασχολάζω
- κατασχολάζω (AM)μσν.θέτω τέρμα σε κάτιαρχ.1. περνώ τον καιρό μου σε αργία, σε απραξία, μένω αργός, βραδύνω, αργοπορώ, απρακτώ2. διαμένω, περνώ τον καιρό μου κάπου3. περνώ τον καιρό μου κακολογώντας κάποιον («κατεσχόλαζε τής Γναθαινίου λέγων», αντί: «ἐσχόλαζε λέγων κατἀ τῆς Γναθαινίου», Αθήν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + σχολάζω «μένω αργός, άπρακτος»].
Dictionary of Greek. 2013.